Ἀρχελάου

Ἀρχελάου
Ἀρχέλαος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρχελάου — ἀρχελά̱ου , ἀρχέλαος leading the people masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • АРХЕЛАЙ —     АРХЕЛАЙ Ἀρχέλαος) (сер. 5 в. до н. э.), греческий философ, ученик Анаксагора и учитель Сократа.     Дата рождения приблизительно установливается в соответствии с указаниями на его отношение к Анаксагору («ученик» следовательно, младше) и… …   Античная философия

  • αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • Αγάθων — I (Αθήνα 445; – Πέλλα 400; π.Χ.).Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του έφτασαν έως εμάς. Βρισκόταν στην ακμή του την εποχή του όψιμου Ευριπίδη, νίκησε το 416 με τραγωδία στα Λήναια και το 405 πήγε στην αυλή του Αρχέλαου …   Dictionary of Greek

  • Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • Αργαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (652 621 π.Χ.), γιος του Περδίκκα Α’. Υπήρξε συνετός ηγεμόνας και απέκρουσε με επιτυχία τους Ιλλυριούς Ταυλαντίνους όταν εισέβαλαν ενάντια στη χώρα του. 2. Εγγονός του Αρχελάου (τέλη 5ου –… …   Dictionary of Greek

  • Γραίκες — Μυθολογικός λαός. Γ. ονομάζονταν οι Αιολείς που αποίκισαν την πόλη Πάριο. Οργανωτής του αποικισμού της Μικράς Ασίας από τους Αιολείς ήταν ο Γρας, γιος του Αρχέλαου και δισέγγονος του Ορέστη. Από αυτόν προήλθαν οι Γ., οι Γράοι και οι Γραικοί, όπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”